- ἀπῄει
- ἄπειμι 2iboimperf ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀπήιει — ἀπῄει , ἄπειμι 2 ibo imperf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Des Esels Schatten — Skulptur (nach Wielands „Der Prozess um des Esels Schatten“) auf dem Marktplatz von Biberach Des Esels Schatten ist eine Geschichte um einen absurden Gerichtsprozess in Abdera, dem „antiken Schilda“. Die älteste Version der Geschichte stammt aus… … Deutsch Wikipedia
PAEDARETUS — proprium nomen viri ἀπὸ τῆς παιδείας καὶ ἀρετῆς, ut vulgo volunt, h. e. a disciplinâ et virtute. Non electus inter trecentos haud aegre tulit, quit tot in civitate se essent praestantiores. Plutar. in Lycurgo: Ο῾ μὲν γὰρ Παιδάρετος, οὐκ ἐγκριθεὶς … Hofmann J. Lexicon universale
SACER Lucus — I. SACER Lucus Strab. Selva de Hami scil. Mazzelae, silva campaniae, apud ostia Liris, 3. mill. pass. a Minturnis. II. SACER Lucus apud Dionysium l. 1. Η῾ δὲ λύκαινα οὐ μάλα ἀγριαίνουςα τῶ ἀνθρώπων τῆ προςόδῳ, ἀλλ᾿ ὥςπερ ἂν χειροήθης, ἀποςταςα τῶ … Hofmann J. Lexicon universale
άπειμι — (I) ἄπειμι (AM) [ειμί] 1. βρίσκομαι μακριά από κάπου 2. δεν παρευρίσκομαι κάπου, είμαι απών 3. λείπω ή δεν συνυπολογίζομαι 4. (η ευκτ.) ἀπείη ὃ μὴ γένοιτο 5. η μετοχή ενεστ. (απών, απούσα, απόν αρχ. μσν., ἀπών, ἀποῡσα, ἀπόν) αυτός που απουσιάζει … Dictionary of Greek
συλλαμβάνω — ΝΜΑ, και διαλ. τ. συλλαβαίνω Ν [λαμβάνω] 1. (σχετικά με πρόσ. ή ζώο) πιάνω κάποιον ή κάτι καλά και δεν τόν αφήνω να φύγει, κατακρατώ βίαια κάποιον (α. «η αστυνομία συνέλαβε όλους τους υπόπτους» β. «συνέλαβον αὐτὸν καὶ ἀπήχθη εἰς τὸ δεσμωτήριον»,… … Dictionary of Greek
τιτθός — ὁ, Α 1. ο γυναικείος μαστός, καθώς και η θηλή του («ἡ γυνὴ ἀπῄει κάτω καθευδήσουσα ὡς τὸ παιδίον, ἵνα τὸν τιτθὸν αὐτῷ διδῷ καὶ μὴ βοᾷ», Λυσ.) 2. (σπάν.) ο ανδρικός μαστός 3. άτομο που έχει αναλάβει την ανατροφή κάποιου. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχημ.… … Dictionary of Greek